-
1 вне
вне έξω, εκτός· \вне очереди χωρίς σειρά, αμέσως επιγόντως (срочно) \вне конкурса εκτός συναγωνισμού ◇ \вне себя έξω φρενών \вне всякого сомнения χωρίς καμιά αμφίβολα* \вне игры спорт, οφσάιντ* * *έξω, εκτόςвне о́череди — χωρίς σειρά, αμέσως; επιγόντως ( срочно)
вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού
••вне себя́ — έξω φρενών
вне вся́кого сомне́ния — χωρίς καμιά αμφιβολία
вне игры́ — спорт. όφσαϊντ
-
2 вне
внепредлог с род. п. ἔξω, ἐκτος:\вне города ἔξω ἀπ' τήν πόλη· \вне дома ἐξω ἀπ' τό σπίτι· \вне конкурса ἐκτος συναγωνισ-μοῦ· \вне очереди ἀμέσως, ἐπειγόντως· \вне подозрений δξω ἀπό κάθε ὑπόνοια· \вне опасности ἐκτός κινδύνου· ◊ \вне всякого сомнения χωρίς καμμιά ἀμφιβολία· \вне закона ἐκτός νόμου· быть \вне себя εἶμαι ἐξω φρενών быть \вне себя от радости εἶμαι ἐξαλλος ἀπό χαρά. -
3 вне
επίρ.έξω, εκτός•вне города έξω από την πόλη.
πρόθ.χωρίς, εκτός, άνευ•вне очереди χωρίς σειρά•
вне плана εκτός, πλάνου.
εκφρ.вне всяких правил – έξω από κάθε κανόνα•- времени и пространства – εκτός χρόνου και χώρου•вне закона – εκτός νόμου•вне себя – εκτός εαυτού (έξω φρενών)•вне всякого сомнения – χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα, εκτός πάσης αμφιβολίας. -
4 вне
[βνιέ] κρόθ. εκτός, έξω -
5 вне
[βνιέ] κρόθ. εκτός, έξω -
6 закон
закон м о νόμος, ο θεσμός вне \закона εκτός νόμου* * *мο νόμος, ο θεσμόςвне зако́на — εκτός νόμου
-
7 конкурс
конкурс м о συναγωνισμός, о διαγωνισμός, το διαγώνισμα участник \конкурса о διαγωνιστής - вне \конкурса εκτός συναγωνι σμού* * *мο συναγωνισμός, ο διαγωνισμός, το διαγώνισμαуча́стник ко́нкурса — ο διαγωνιστής
••вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού
-
8 нуль
το μηδέντο μηδενικόабсолютный - απόλυτο - (-273°С)- глубин (геод.карт.) - του βάθους/βυθούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль
-
9 облако
το νέφ/ος, η νεφέλη, разг. το σύννεφοвходить в - а ав. εισέρχομαι/μπαίνω στα - ηвыходить из - ов ав. εξέρχομαι/βγαίνω από τα - ηнад - ами ав. πάνω από τα - ηпокрытый - ами νεφοσκεπής, νεφελοσκεπήςпробивать - а ав. διαπερνώ τα - ηкометное астр. - του ΌορτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облако
-
10 резонанс
1. (физ., тех.) о συντονισμ/ός, η αντήχηση 2. (увеличение силы и длительности звука, отзвук) η αντήχηση, η απήχηση, ο αντίκτυπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резонанс
-
11 рейс
1. ав. η πτήσηрегулярный - τακτική -, προγραμματισμένη -2. (авто) το ταξίδι, η διαδρομή, το δρομολόγιο 3. ж.-д. η διαδρομή,το δρομολόγιο1 порожний - κενό φορτίου 4. мор. ο πλους, ο διάπλους, το ταξίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейс
-
12 закон
законм в разн. знач. ὁ νόμος:\закон природы ὁ φυσικός νόμος· \законы общественного развития οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἀνάπτυξης· \закон тяготения физ. ὁ νόμος τῆς βαρύτητας [-ης]· чрезвычайный \закон ὁ ἐκτακτος νόμος· неписаный \закон ὁ ἄγραφος νόμος· свод \законов ὁ κῶδιξ (νόμων)· обнародовать \закон δημοσιεύω νόμο· нарушать \закон παραβαίνω τόν νόμο· именем \закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· по \закону, в силу \закона σύμφωνα μέ τό νόμο, κατά τόν νόμον вне \закона ἐκτός νόμου· ◊ сухо́й \закон ὁ νόμος ποτοαπαγόρευσης· бу́ква \закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
13 конкурс
конкурсм ὁ διαγωνισμός, ἡ ἀμιλλα· ◊ вне \конкурса ἐκτός συναγωνισμοῦ. -
14 конкурцеитенция
конкурцеит||енцияж ὁ ἀνταγωνισμός, ὁ συναγωνισμός· ◊ вне \конкурцеитенцияенции ἐκτός συναγωνισμοδ. -
15 закон
-а α.1. νόμος•основной закон θεμελιώδης (βασικός) νόμος•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
чрезвычайный закон έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο•
соблюдать -ы τηρώ τους νόμους•
свод -ов συλλογή νόμων, κώδικας•
уголовные -ы ποινικοί νόμοι•
обнародовать -ы δημοσιεύω νόμους•
нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ.
2. αρχή•закон архимеда η αρχή του Αρχιμήδη•
всемирный. закон тяготения ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
закон тяготения ο νόμος της βαρύτητας•
-ы развития природы и общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας•
-ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης.
3. κανόνας•-ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες•
-ы шахматной игры κανόνες σκακιού•
-ы приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς.
4. παλ. θρησκεία.εκφρ.драконовские ή драконовы -ы – δρακόντειοι, νόμοι•закон божий – τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)’ моисеев закон οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή•ненаписанный закон – άγραφος νόμος•закон не писан (для кого) – δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ-τοχρεωμένος)•вопреки -а – παρά το νόμο•вне -а – εκτός νόμου•именем -а – εν ονόματι του νόμου•состоять ή жить в -е – ζω με νόμιμο γάμο•буква -а – το γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόμου). -
16 конкуренция
-
17 себя
себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•
каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•
никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•
он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•
я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•
судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•
ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•
он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.
|| (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•
за себя πίσω μου.
|| κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•
берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•
присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•
мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.
εκφρ.к себе – σπίτι μου•себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•не в себе – εκτός εαυτού•не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ. -
18 сомнение
-я ουδ.1. αμφιβολία•вызывать -я γεννώ αμφιβολίες•
не оставлять -ий δεν αφήνω αμφιβολίες•
нет никакого -я δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.
2. δισταγμός, ενδοιασμός.εκφρ.без -я – κ. вне -я χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα,• без всякого -я κ. вне всякого -я χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, εκτός πάσης αμφιβολίας. -
19 досягаемость
η προσιτότητα, η θέση εντός εμβέλειαςвне (пределов) - и η θέση εκτός εμβέλειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > досягаемость
-
20 беспамятство
беспамят||ствос1. (обморочное состояние) ἡ λιποθυμία:впадать в \беспамятствоство χάνω τίς αἰσθήσεις μου, λιποθυμῶ;2. (исступление):в \беспамятствостве (вне себя) ἔξω φρενών, ἐκτός ἐαυτοῦ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия
ВИЗАНТИЙСКАЯ ИМПЕРИЯ. ЧАСТЬ I — [Вост. Римская империя, Византия], позднеантичное и средневек. христ. гос во в Средиземноморье со столицей в К поле в IV сер. XV в.; важнейший исторический центр развития Православия. Уникальная по своему богатству христ. культура, созданная в В … Православная энциклопедия
АНДРЕЯ ДЕЯНИЯ — [греч. ̓Ανδρέου Πράξεις, лат. Acta Andreae], раннехрист. апокриф. Попытку реконструкции текста не дошедшего до нас оригинала предпринял Ж. М. Приёр, проанализировавший все его позднейшие переработки. Появление А. д. относится ко 2 й пол. II в.… … Православная энциклопедия